Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα (13/01/2020) η εκδήλωση/ συζήτηση του σωματείου σχετικά με την καλλιτεχνική παιδεία και τις θέσεις του ΣΕΗ πάνω στο θέμα.
Η εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στην έδρα της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών, στα Εξάρχεια, είχε την συμβολή ανθρώπων του θεάτρου αλλά και επιστημόνων, καθηγητών σε δραματικές σχολές, καθώς και σπουδαστών σε αυτές.
Μεταξύ άλλων, τοποθετήθηκαν για το ζήτημα οι: Κέλλυ Παπαϊωάννου (Διδάκτωρας ΕΜΠ, τμήμα Αρχιτεκτονικής), Ηρώ Ραζή-Αλεξανδράτου (Πρόεδρος Συλλόγου Σπουδαστών Σχολών Χορού, Θεάτρου και Κινηματογράφου) και η Μάνια Παπαδημητρίου. Παρέμβαση έκαναν ο Στέφανος Ληναίος και η Λίλα Καφαντάρη που διάβασε κείμενο του Δημήτρη Καταλειφού, ο οποίος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί.
Ακολουθούν η εισήγηση του προέδρου του ΔΣ του ΣΕΗ, Δημήτρη Αντωνιάδη και φωτογραφικό υλικό από την εκδήλωση.
Το αμέσως επόμενο διάστημα θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες ομιλίες/ τοποθετήσεις…
// Εισήγηση Δημήτρη Αντωνιάδη στην εκδήλωση του ΣΕΗ για την Καλλιτεχνική Εκπαίδευση
“Αγαπητοί φίλες και φιλοι, συνάδελφοι.
Σας καλοσωρίζουμε στην σημερινή εκδήλωση του ΣΕΗ για την καλλιτεχνική εκπαίδευση των ηθοποιών.
Με το σημερινό μας θέμα, ανοίγουμε σήμερα μια μεγάλη συζήτηση γύρω από ένα φλέγον ζήτημα του κλάδου μας, που απασχολεί συνολικότερα το χώρο των καλλιτεχνών, ένα πρόβλημα που δυστυχώς παραμένει άλυτο δεκαετίες, με διαχρονική ευθύνη όλων των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών θεωρούμε καθήκον μας, πέρα από τους μεγάλους αγώνες στους οποίους πρωτοστατούμε από την ίδρυσή μας μέχρι και σήμερα για τα εργασιακά δικαιώματα των ηθοποιών και την ολόπλευρη πάλη για ζωή με αξιώσεις στο πλευρό όλων των εργαζομένων της χώρας μας, την μελέτη και την ανάπτυξη με τρόπο επιστημονικά και ιστορικά τεκμηριωμένο, αιτημάτων για καλλιτεχνικά ζητήματα και ζητήματα παιδείας, άρρηκτα βεβαίως συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το Σωματείο μας, αναφέρω ενδεικτικά, έκανε την πρώτη σοβαρή προσπάθεια ίδρυσης επαγγελματικής δραματικής σχολής που μετέπειτα παραχώρησε στο εθνικό θέατρο και έγινε η σχολή του Εθνικού θεάτρου που ξέρουμε σήμερα. Εμπλούτισε σε όλες τις κρίσιμες περιόδους της ιστορίας μας,με τις θέσεις και τη δράση του, την πείρα του κινήματος, αλλά και τη συνείδηση του λαού μας,και συνεχίζει, βάζοντας προβληματισμούς και στόχους σε τομείς, όπως καλλιτεχνική εκπαίδευση, που την εποχή εκείνη υπήρξαν σχεδόν ανύπαρκτοι και σήμερα ιδιαίτερα προβληματικοί ώστε οι νεότερες γενιές καλλιτεχνών να μπορέσουν να έχουν τα μορφωτικά εφόδια για να προάγουν μέσα από την τέχνη τους την καλλιτεχνική δημιουργία για το λαό μας.
Χρειάζεται επίσης, να μελετήσουμε το επόμενο διάστημα με ιδιαίτερη προσοχή, ιστορικά, έως τώρα, την αλληλεπίδρασή της εξέλιξης και οργάνωσης της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στο χώρο μας, με την ιστορική εξέλιξη και ανάπτυξη της θεατρικής εγχώριας παραγωγής.
Η απουσία της δημόσιας ανώτατης καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στους περισσότερους καλλιτεχνικούς τομείς, σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικής βούλησης, την εξυπηρέτηση και συντήρηση μιας κατάστασης συμφερόντων και πελατειακών σχέσεων, καθώς και την διαρκή στόχευση της ιδιωτικοποίησης της παιδείας, κόντρα στις μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις του παρελθόντος, άφησαν ένα τοπίο στην καλλιτεχνική εκπαίδευση των ηθοποιών, που χαρακτηρίζεται από μία πανσπερμία “σπουδών” στους οποίους καλείται ο κάθε ταλαντούχος νέος με όνειρα, να διαλέξει σαν μέσα σ’ ένα απέραντο ανατολίτικο παζάρι ελπίδας και πτυχίων, πού θα εναποθέσει, πέρα από την εμπιστοσύνη του, ένα δυσβάσταχτο ποσό χρημάτων.Έτσι, έχουμε τις δύο βασικές κρατικές δραματικές σχολές του Εθνικού και του Κρατικού θεάτρου, όπου διατηρούν τη μορφή της δημόσιας και δωρεάν φοίτησης, αλλά την λειτουργία και το περιεχόμενο των ιδιωτικών δραματικών σχολών, ικανές να απορροφήσουν ένα λιγοστό αριθμό σπουδαστών ανά έτος, και συνεχίζεται από κει και πέρα το πάρτυ στον ιδιωτικό τομέα, όπου αναγκάζεται να καταφύγει όποιος δεν τα κατάφερε στις προηγούμενες, με τις παραδοσιακές δραματικές σχολές διαφόρων μεγεθών, στη συνέχεια τα εργαστήρια διαφόρων μεγεθών, οι σεμιναριακού τύπου σχολές, τα ΙΕΚ των δυο ετών ή του ενός, ενώ ταυτόχρονα στον ίδιο χορό έχουν μπει και κάμποσα πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως η ΑΣΚΤ Θεσ/κης ή θεατρικών σπουδών Ναυπλίου τα οποία μέσα από κάποια τμήματα δινουν κατεύθυνση υποκριτικής.
Την τελευταία χρονική περίοδο που διανύουμε, από το διάστημα που κυβέρνηση ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, παρατηρούμε μια έντονη κινητικότητα στα ζητήματα των αλλαγών στην παιδεία .Mια διαδικασία που, παρά τη βιασύνη, απ’ ότι φαίνεται δεν έχει ολοκληρωθεί και την οποία θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν, να την μελετήσουμε, καθώς αφορά και στις εξελίξεις στην καλλιτεχνική παιδεία και προχωράει με λιγότερο γοργούς ρυθμούς απ’ ότι θα ήθελαν, για ιδιαίτερους πολιτικούς και άλλους λόγους . Καθίσταται, παρ’ όλα αυτά, απόλυτα σαφές, πως πρόκειται για επιτάχυνση των διαδικασιών, έτσι όπως καθορίζονται από τις κατευθύνσεις της εποχής της συνθήκης του Μάαστριχτ, εξειδικεύονται αμέσως μετά, από την Μπολόνια, που αφορά συγκεκριμένα στην παιδεία, στον ιδιωτικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και της άμεσης διασύνδεσης με την αγορά εργασίας στα μέτρα του μεγάλου κεφαλαίου, των ιδιωτικών επιχειρήσεων, της ανάπτυξης με γνώμονα το κέρδος και μακριά βεβαίως από την ικανοποίηση της ανάγκης της νεολαίας για ολόπλευρη μόρφωση με βάση το γνωσιακό καλλιτεχνικό και επιστημονικό αντικείμενο σπουδών. Και καθίσταται επίσης απόλυτα σαφές πως αποτελεί την επόμενη πράξη, ενός έργου που έμελε να προχωρήσει η τότε κυβέρνηση, παίρνοντας την σκυτάλη από την προηγούμενη για να την ξαναπαραδώσει στη νυν, ολοκληρώνοντας ένα τεράστιο αντεργατικό έργο που μετέτρεψε τους εργαζόμενους σε σύγχρονους σκλάβους και το επάγγελμά μας σε χόμπυ. Και το έργο συνεχίζεται.
Σημαντικός διαγράφεται για τους μονοπωλιακούς ομίλους της ΕΕ, με βάση τις εκτιμήσεις και αποφάσεις τους, όπως αποτυπώνονται και στη «δημιουργική ευρώπη 2014-2020» ο σπουδαίος ιδεολογικός ρόλος του Πολιτισμού και η ιδιότητά του να επιδρά θετικά σε άλλους τομείς της οικονομίας, αναβαθμίζοντας την κερδοφορία τους, με παραδείγματα την τουριστική βιομηχανιά, επικοινωνίες, αγορά ακινήτων, αλλά και της ίδιας της πολιτιστικής βιομηχανίας, ως ανώριμος μεν, αλλά γρήγορα αναπτυσσόμενος τομέας και με αυξημένες δυνατότητες κερδοφορίας. Συνεπώς αποτελεί μεγαλύτερη προτεραιότητα η άμεση ευθυγράμισση της λειτουργίας της καλλιτεχνικής παιδείας με την αγορά εργασίας και η προώθησή της ως αυτόνομο πεδίο επενδύσεων και κερδοφορίας, στήνοντας ένα τεράστιο γλέντι στις πλάτες των οικογενειών των λαϊκών στρωμάτων, για τις οποίες καταλήγουν οι σπουδές των παιδιών τους, για κάποιους, ένα άπιαστο όνειρο και για την πλειοψηφία ένα μεγάλο βάρος και μια πορεία τεράστιων θυσιών. Η ευχή της κατάκτησης της ανθρώπινης γνώσης μετατρέπεται μέσα από αυτόν τον μηχανισμό σε κατάρα.
Αξιοποιώντας, πλέον, τις ελλείψεις που διαδοχικά οι κυβερνήσεις, είτε δημιούργησαν είτε διατήρησαν, σε ένα τοπίο όπως περιγράψαμε, προωθούν αντιδραστικές αλλαγές, βαθιά ταξικές, αλλαγές που μετατρέπουν το δικαίωμα στη μόρφωση και την εκπαίδευση σε ατομική υπόθεση και που αποκλείουν τους νέους μελλοντικούς καλλιτέχνες από το ίδιο τους το μέλλον.
Στην προσπάθεια αυτή, γίνεται μεγάλος αγώνας ώστε να χειραγωγηθεί το κίνημα, μέσω και εκβιαστικών διλλημάτων στις τάξεις των εργαζομένων, ούτως ώστε να υιοθετηθούν και να περάσουν αναίμακτα οι κυβερνητικές θέσεις, προβάλοντάς τες άλλοτε ως το μικρότερο κακό ή άμεση λύση και άλλοτε ως το μόνο εφικτό ή προοδευτικό μέσα στον εργασιακό κατακερματισμό. Πρόσφατα παραδείγματα είχαμε με την στάση της ΠΟΘΑ στο ζήτημα προώθησης της ισοτιμίας, όπου μέσα από μια διαδικασία υιοθέτησης κυβερνητικών σχεδιασμών κατάντησαν να ισοτιμηθούν πτυχία μέχρι το 2003 σε μια ανύπαρκτη βαθμίδα, αφού τα ΤΕΙ εδώ και πολλά χρονια δεν υπάρχουν ,ανοίγοντας το παράθυρο αναγνώρισης και αντιστοίχησης των ιδιωτικών σχολών με τα πανεπιστήμια και αδιαφορώντας για όσους είχαν την ατυχία να τελειώσουν τη σχολή μετά το 2003. Ταυτόχρονα την ίδια ακριβώς περίοδο όλες οι συζητήσεις στο υπουργείο κατέληγαν στο ότι οι ιδιωτική καλλιτεχνική εκπαίδευση θα πρέπει να αντιστοιχηθεί με το επίπεδο 5 δηλαδή ΙΕΚ. Γεγονός που σε τελική ανάλυση δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερα κενά, κατακερματισμό, απόφοιτους διαφορετικών ταχυτήτων και εργαζόμενους διαφορετικών δικαιωμάτων. Η συζήτηση που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη, από πλευράς κυβέρνησης, με το αντιδραστικό σύστημα των βαθμίδων, είναι κομμένη και ραμμένη στις επιταγές της ΕΕ, στην ελεύθερη αγορά, όπου μας διευκολύνουν να γίνουμε πιο εύκολα μετανάστες ή εργαζόμενοι τριών και τεσσάρων ταχυτήτων, μέσα από πιστοποιημένες διαβαθμισμένες σπουδές. Η πάλη για την ισοτίμηση, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί οι εργασιακές συνθήκες και το νομικό πλαισιο γύρω από την λειτουργία συνολικότερα των σπουδών, αλλά και μέσα από την φανερή τάση της κατεύθυνσης που δίνεται, θα αποτελεί πλέον αντικειμενικά υπονόμευση για τα συμφέροντα μας και το μέλλον μας.
Έτσι μπροστά μας ξετυλίγεται μια ιστορία κατά την οποία, στο βωμό της ισοτίμησης, αξιοποιώντας στην ίδια κατεύθυνση το ήδη αντιδραστικό νομικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε το προηγούμενο διάστημα από το 2015 μέχρι σήμερα, ενισχύει τους ανταγωνισμό και δημιουργεί τη δυνατότητα να μπουν στο παιχνίδι μεγάλες επιχειρήσεις που πιθανά ενδιαφέρονται να επενδύσουν στον τομέα της εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένου και της καλλιτεχνικής παιδείας. Γεγονός που βέβαια ευνοεί στην κατεύθυνση της συγκέντρωσης των καλλιτεχνικών σχολικών δομών, ιδιωτικών και μή, πράγμα που αν και μέχρι στιγμής δεν έχει εμφανιστεί δεν αποκλείεται να έρθει στο προσκήνιο το επόμενο διάστημα. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, μπαίνουν στην κούρσα της επιβίωσης ή αναβάθμισης καθιερωμένες δραματικές σχολές, μαζί και οι κρατικές, ακόμα και τα πανεπιστήμια, δημιουργώντας κύκλους σπουδών που εναρμονίζονται με αυτές τις κατευθύνσεις των βαθμίδων και που τελικά δημιουργούν ένα ακόμα πιο κατακερματισμένο τοπίο, που άμεσο αντίκτυπο θα έχει και στις εργασιακές σχέσεις, αφού δημιουργεί πολλών ταχυτήτων απόφοιτους. Αλλά ακόμα πιό σημαντικό, απομακρύνει το σύστημα σπουδών από το ίδιο το ζητούμενο της εκπαίδευσης και της παιδείας συνολικότερα ως κατάκτηση της ανθρώπινης γνώσης , ως δικαίωμα. Αυτό που λέγεται δικαίωμα στη μόρφωση και στην παιδεία και που στο δικό μας το χώρο δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστικά, τουλάχιστον στο βαθμό που θα μπορούσε κανεις να πει ότι σε άλλους χώρους είχε κατακτηθεί, απομακρύνεται ακόμα περισσότερο.
Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός, ότι επανέρχεται στις συζητήσεις διαρκώς το ζήτημα της επαναφοράς της άδειας άσκησης επαγγέλματος στους ηθοποιούς, αποκρύπτοντας την αλήθεια για τις πραγματικές εξελίξεις, καθώς γίνεται συνειδητά η προσπάθεια να συνδεθεί άμεσα με το πρόβλημα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, θέλοντας να δημιουργήσει αυταπάτες, ότι κόντρα στη σύγχρονη πραγματικότητα, θα δημιουργηθεί μία όαση για τους ηθοποιούς όπου οι άριστοι και επαρκώς σπουδαγμένοι συνάδελφοι, επιτέλους θα στελεχώσουν το δυναμικό των θεατρικών σκηνών στη χώρα. Όμως κανένας νόμος από αυτούς που μας έφεραν ως εδώ δεν έχει καταργηθεί, καμμία συλλογική σύμβαση δεν έχει επανέλθει, το καθεστώς απληρωσιάς και ανασφάλιστης εργασίας χειροτερεύει και το μόνο που θα έκανε μια τέτοια άδεια κάτω από αυτές τις συνθήκες θα ήταν να συνεχίζουμε να πεθαίνουμε στην ψάθα, κάνοντας και δυο τρεις ακόμα δουλειές, αλλά με την άδεια του ηθοποιού. Αλήθεια με τις νέες διαδικασίες που προωθούνται στην παιδεία, ποιοί θα δικαιούνται άδεια; Αυτοί που σπουδάζουν στην τέταρτη, στη πέμπτη ή στην έκτη βαθμίδα; Και πόσο θα κοστίζει αυτό;
Παράλληλα, οι ενέργειες που προωθούνται σε αυτό που λέγεται ισοτίμηση και τα αποτελέσματα του τα είδαμε, αφορούν στην ουσία στην αναγνώριση ως ισότιμων των ιδιωτικών δραματικών σχολών με τα δημόσια πανεπιστήμια, εξέλιξη που το σωματείο μας έχει αντιπαλέψει κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης δράσης του. Δηλαδή μέσα σε μία δεξαμενή ιδιωτικών και δημόσιων «στα λόγια» σπουδών θα οξύνεται η αντιπαράθεση για το ποια δικαιώματα κατοχυρώνει το κάθε ίδρυμα, το οποίο θα αυξάνει το κόστος του ανάλογα με τα δικαιώματα που παρέχει. Απλούστατα δηλαδή, προωθείται πιο άμεσα ο ανταγωνισμός για την επικράτηση κάποιων ιδρυμάτων.
Το Σωματείο μας χρόνια πάλεψε την ισοτίμηση των πτυχίων μας, τουλάχιστον την περίοδο, σε μια διαφορετική κατάσταση, όπου υπήρχε και κάτι να ισοτιμηθούμε. Επίσης χρόνια παλέψαμε το ζήτημα της άδειας άσκησης επαγγέλματος ως προς το εκπαιδευτικό της σκέλος καθώς το υπόλοιπο σκέλος αποτέλεσε μοχλό αποκλεισμού των συναδέλφων, κάτι που βιώνουμε και σήμερα με άλλη μορφή.
Σήμερα, έπειτα από την τροπή και και το βάθος της αντιδραστικής κατέυθυνσης που έχουν δρομολογήσει οι νέες εξελίξεις, καλούμαστε να σταθούμε και πάλι με το βάρος που μας πρέπει και με ευθύνη απέναντι στην ιστορία μας.
Απαιτούμε και παλεύουμε άμεσα για την ίδρυση Ανώτατου επιπέδου Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων Δραματικής Τέχνης με σπουδές που θα εντάσονται στο ευρύτερο σύστημα παιδείας, δωρεάν και δημόσιο, με περιεχόμενο καταρτισμένο επιστημονικά και καλλιτεχνικά.
Παράλληλα για τους μέχρι τώρα απόφοιτους των ιδιωτικών δραματικών σχολών αναγνωρισμένων από το κράτος απαιτούμε την άμεση αντιστοίχηση τους με τη νέα πανεπιστημιακή δομή, με άμεσες διαδικασίες υπό την ευθύνη του πανεπιστημίου και που θα οδηγήσει σε ακριβώς ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις των παλιών και νέων πτυχιούχων με ότι αυτό νομικά συνεπάγεται.
Μόνο έτσι θα αποφευχθεί πραγματικά η υποβάθμιση των
πτυχίων τους.
Απαιτούμε και παλεύουμε για τη δημιουργία δημόσιων κέντρων Καλλιτεχνικής Παιδείας στα όρια κάθε δήμου, που θα παρέχουν δωρεάν τις απογευματινές ώρες Καλλιτεχνική Εκπαίδευση.
Απαιτούμε και παλεύουμε την ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών για την Ανώτατη Δημόσια και Δωρεάν Καλλιτεχνική Εκπαίδευση, παράλληλα με την αξιοποίηση αυτών που ήδη υπάρχουν στις κρατικές ή εποπτευόμενες σχολές.
Ζητάμε το πέρασμα της ευθύνης για την Καλλιτεχνική Εκπαίδευση από το
υπουργείο Πολιτισμού στο υπουργείο Παιδείας.
Είναι στο σύνολό του ένα αίτημα ώριμο, σύγχρονο, αναγκαίο και επίκαιρο. Ένα αίτημα όπου η υλοποίησή του θα δώσει λύση στα χρονίζοντα προβλήματα καλλιτεχνικής παιδείας στη χώρα μας.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ,πρέπει να φωτιστούν με ειλικρίνεια και καθαρότητα οι αιτίες που δημιουργούν το πρόβλημα της Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης, οι στόχοι και οι διεκδικήσεις που πρέπει να βάλει συνολικά ο κόσμος της Τέχνης και ο τρόπος που το επόμενο διάστημα θα εκφραστεί διεκδικητικά η υλοποίησή τους.
Μέσα από την πολυετή πείρα μας, τις επεξεργασίες μας, τη στάση και τη θεώρησή μας απέναντι στα προβλήματα του κλάδου μας, πιστεύουμε ακράδαντα, πως με τις θέσεις μας δίνουμε απάντηση σε προβλήματα που διαιωνίζονται καθώς και σε νέα που διαμορφώνονται. Κυρίως όμως η απάντηση θα δωθεί, μέσα από τη ζύμωση των αιτημάτων μας με τους συναδέλφους, ώστε αυτά να παράξουν αγώνα και μέσα από την πάλη και την δραστηριότητά μας να καταφέρουμε να αποσπάσουμε το αυτονόητο.
Το αυτονόητο για το οποίο ζούμε και πονάμε καθημερινά. Την τέχνη μας και το μέλλον της.
Γιατί η Τέχνη αποτελεί όπλο που έχουμε υποχρέωση να το στρέψουμε απέναντι στην αδικία, με στόχο να γίνει ο κόσμος καλύτερος…
Σας ευχαριστούμε.”